- νενομισμένην
- νομίζωuse customarilyperf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мьнимыи — (81) прич. страд. наст. 1. Прич. страд. наст. к мьнѣти: Аште ли нѣкыимъ мьнимо ѥсть. ѹречени сѹть дьньѥ чл҃вкѹ. (δοκεῖ) Изб 1076, 123; присѣщениѥ ст҃го ѥуа(г)ѥ. наѹчаѥть насъ ˫ако не искати прѣвзити˫а равночестьѥ ѥстьства знати. и любити… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επιτήδευση — η (AM ἐπιτήδευσις) [επιτηδεύω] υπερβολική ακρίβεια, εξεζητημένη συμπεριφορά, προσποιητός, πλαστός τρόπος («επιτήδευση ύφους ή ευγένειας») αρχ. μσν. επάγγελμα, αφοσίωση σε μια εργασία («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», Πλάτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek